Ένας άνθρωπος πέθανε, στα 36 του. «Άρρωστος; Όχι». «Άτυχος; Κάπως». Άτυχος που ζούσε ανάμεσα μας. Άτυχος που έπρεπε να ταξιδέψει. Άτυχος που διάλεξε εκείνο το καράβι. Κι άτυχος που άργησε. Μα θα μου πεις: «Ε, άργησε, δεν είναι κι έγκλημα. Δεν είναι και για θάνατο, σωστά;».
Καημένε μου, φτωχέ κι αθώε…
Πόσο κοστίζει η ζωή σου;
Τι είναι για θάνατο; Πόσο αξίζει μια ζωή; Ή μάλλον, πόσο κοστίζει; Άσ’ την αξία, βαριά κουβέντα, έχει απαιτήσεις ανθρωπιάς. Κόστος. Εδώ είμαστε. Χρήματα. Μετρήσιμα.
Πόσο κοστίζει η ζωή σου; Ένα εισιτήριο. Όχι για τον Παράδεισο, ούτε για τίποτα Νησιά των Μακαρίων. Ένα εισιτήριο για Κρήτη. Και μερικά λεπτά καθυστέρησης. Τόσο μετράς. Κι αν δε σ’ αρέσει, απλά τα πράγματα…
Ξέρεις κολύμπι, κολυμπάς – Δεν ξέρεις, καλή αντάμωση!
Να χαρείς, μη μου μιλήσεις πάλι για μεμονωμένο περιστατικό. Δεν είναι. Ετούτος ο νεκρός είναι μαζί κι ο μετανάστης που κανένας δεν τον έσωσε στην Πύλο. Είναι το κοριτσάκι που του κλείναν το κορμί επαναληπτικά στην πόρτα του εργοστασίου. Είναι ο τύπος που τον έδερναν οι αστυνόμοι στη Νέα Σμύρνη.
Είναι ο κόσμος που έφτιαξες, που έφτιαξα, που φτιάξαμε κι ανεχόμαστε. Ο κόσμος που σε σκοτώνει για να κάνει τη δουλειά του.
Ένας υπάλληλος είχε μια εντολή. «Το πλοίο φεύγει, η επιβίβαση τελείωσε». Και ξάφνου, να σου ένας τύπος που τρέχει να προλάβει. Τρέχει, πατάει πόδι στον καταπέλτη, πρόλαβε. Πρόλαβε; Ναι, πρόλαβε το πλοίο, αλλά δεν πρόλαβε την τεχνοκρατική εντολή. Μια εντολή που δίνεται για την ασφάλεια των επιβατών. Για την ασφάλειά του διώχτηκε.
Για την ασφάλειά του σπρώχτηκε. Για την ασφάλειά του πνίγηκε. Ασφαλής
Πολλά-πολλά από ναυτικές πρακτικές δεν ξέρω, μα ξέρω ότι το «άνθρωπος στη θάλασσα» είναι ένας λόγος να πετάξεις το σωσίβιο. Εδώ το πράγμα έγινε ανάποδα: για να μη χρειαστεί σωσίβιο, πετάξαμε τον άνθρωπο στη θάλασσα. Κι εκείνος, ο χαζός, σκοτώθηκε.
Τι φταίμε εμείς; Εμείς είχαμε να υπακούσουμε στην εντολή. Η επιβίβαση ολοκληρώθηκε. Τι ήθελε και πάτησε στον καταπέλτη;
Εργασιακή υπευθυνότητα και εξουσία
Εκεί βρισκόμαστε. Στη χώρα και στην εποχή που, για ν’ αποφύγει την ταλαιπωρία, την «καμπάνα», για να τηρήσει έναν κανόνα ή για να κάνει τη δουλειά του, ο υπάλληλος προτιμά να πνίξει έναν άνθρωπο. Εκεί που η ζωή στη ζυγαριά είν’ ελαφρότερη απ’ το μισθό, απ’ την δουλειά, από την εργασιακή υπευθυνότητα.
Μην έχεις αυταπάτες, αυτός είναι ο κόσμος μας. Σ’ αρέσει;
Δεν σ’ αρέσει αλλά κατανοείς. Καταλαβαίνεις. Δικαιολογείς. Είχε εντολές. Είχε ευθύνη. Είχε… Λοιπόν, να πούμε μια αλήθεια; Εξουσία είχε. Κι άμα δεν ήτανε ο φόβος της «καμπάνας», τότε αυτό μονάχα ήταν: εξουσία.
Εκείνη η ελάχιστη εξουσία να ελέγχεις ποιος θα μπει και ποιος θα βγει απ’ το καράβι. Την είχε και την άσκησε. Την εξουσία του, το ρόλο του, τη δύναμη απέναντι σε κάποιον που αργοπόρησε.
Και ποια ευκαιρία καλύτερη να νιώσει δυνατός, σημαντικός, απ’ το να κάτσει κέρβερος στην πόρτα που του βάλαν να φυλάξει; Ο επιβάτης που επέμενε, που ήθελε καλά και ντε ν’ ανέβει, τι πρόβλημα θα προκαλούσε στο καράβι; Ένας ακόμα.
Κι άμα δεν είχε εισιτήριο, στο λογιστήριο τον πας και βγάζει. Όμως δεν ήταν θέμα το καράβι. Ήταν η εξουσία, η δύναμη, η εντολή που τού ‘δωσαν για να εκτελέσει. «Άνθρωπος στη θάλασσα». Ε, και; Το θέμα ήτανε να μη μπει μέσα στο πλοίο. Δεν μπήκε. Δεν τον άφησε…
Άξιος υπάλληλος. Ανάξιος άνθρωπος
Η αξία της ζωής
Αυτό ζούμε. Την εποχή του μετανθρωπισμού. Η αξία της ζωής ανέβηκε, ανέβηκε, ανέβηκε, έφτασε να ‘ναι το μεγάλο και σπουδαίο στα συντάγματα και τη δικαιοσύνη μας, και τώρα ξαναπέφτει. Χάνεται πάλι, πίσω από θέσεις, τάξεις και ονόματα.
Ή μήπως, λες, αν είχε όνομα, και θέση, κι αν ήτανε «σημαντικός» ο αδικοχαμένος, δεν θα περίμενε όλο το καράβι να ‘ρθει και ν’ ανεβεί μ’ ασφάλεια;
Αν ήταν «κάποιος» θα τον πήγαιναν μ’ ευγένειες στο λογιστήριο του πλοίου, για τη μικρή ταλαιπωρία του εισιτηρίου
Όμως δεν ήταν. Ήταν ακόμα ένας, όπως εγώ κι όπως εσύ. Κι έγινε ένας «κανένας» όπως θα γίνουμε κι εμείς, άμα δεν μας χαμογελάει η τύχη κάθε μέρα.
Διαβάστε επίσης: Πόση αξία έχει η ανθρώπινη ζωή;
Πηγή φωτογραφίας άρθρου: «20/20 Magazine»